- θυγατρομιξίας
- θυγατρομιξίᾱς , θυγατρομιξίαincest with a daughterfem acc plθυγατρομιξίᾱς , θυγατρομιξίαincest with a daughterfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.